Είναι κάποια πρωινά που ξυπνάς ήρεμος μα δεν γνωρίζεις ποιος βλέπει τον ήλιο σε κάποια άλλη στιγμή, ταυτόχρονα μαζί σου.
Αν τον βλέπει…
Πως τον βλέπει.
Αντί για απελευθέρωση απ’το σκοτάδι απλά μία καταδίκη.Δεν ξέρεις αν η απόμακρη θέα του ως βλέμμα δικαιοσύνης και υπεροχής σε όποια περαστική καταιγίδα, είναι άπιαστο ψυχρό όνειρο για κάποιον όταν απλά για εσένα είναι μία δέσμη θερμότητας και ελπίδας.
Δεν μπορείς να διαννοηθείς από ποιο ύψος κάποιος θα πέσει μέσα του να τον φορέσει όταν τα πέλματά σου είχανε πάντα την πολυτέλεια να είναι συνειδητά καρφιτσωμένα πάνω στη γη να τον γευτεί. Φως σε ένα θολό πρίσμα από τζάμι εκκλησίας που αν και δεν πίστευες μόνος σου να πας, εκεί να σε οδηγήσει. Μα όχι με τα βήματά σου μα με τα χέρια ανθρώπων που πάνω τους θα σε φορέσουν. Φορώντας γάντια μη σε πιάσουν και αγγίξουν τον σιχαμερό εαυτό τους.
Ο χειρότερός οιωνός που όσο και αν χτύπησε ξύλο μόνο μία καρδιά από ατσάλι στην είδηση του δεν θα έσπαγε.
Μα ένα τηλεφώνημα πάντα τα αλλάζει όλα.
Σπάει βράχους πάνω σε ανέμελα κύματα.
Γκρεμίζει κόσμους κάτω από κάστρα υπερηφάνειας.
Χτίζει ενοχές πάνω σε πεδιάδες άγνοιας.
Και μετα η θέα του ίδιου δρόμου που περνούσες, του πεζοδρομίου που πατούσες, μίας γειτονιάς που κυνηγούσες να σου χτυπήσουν κάποια μέρα την πόρτα του “σπιτιού σου” τα όνειρα σου που ήρθαν ως σε εσένα από την πόρτα μα εσύ διέφυγες από το παράθυρο.
Νόμιζα πως την ευτυχία την κοιτάζεις από ψηλά. Πως είχε ορόφους να την φτάσεις ξεκινώντας με το βλέμμα από το υπόγειο προς το ύψος μία πολυκατοικίας ιδεών μα και κάλπικων εντυπώσεων.
Από που την κοίταζες δεν ξέρω…
μα σίγουρα την δική σου την συνάντησες στου σπιτιού τα πιο γερά θεμέλια που η αγάπη μέσα εκεί δεν έχτισε ποτέ ουρανοξύστη.
Εσύ πέταξες μακριά σαν αετός,
μα το σπίτι ψηλώνει σε ενοχές, κατηγορίες, εικόνες και η γειτονιά πλημμυρίζει από αίμα ερωτημάτων.
και αν έπεσες, υψώνεσαι.
Και αν μετακόμισες σε άλλη γειτονιά κατάχαμα θα βρίσκεται πάντα η μορφή σου. Να μας θυμίζει ότι σου δώσαμε την ώθηση, την κλωτσιά, το σκαλί που χρειαζόσουν να υψωθείς κατηφορικά.
Να μας θυμίζει ότι η λέξη αυτο-χειρία θα χωράει πάντα ένα κομμάτι του κάθε εαυτού, μεγάλου Ε ή μικρού που έδωσε την χείρα της να θυσιάσεις τα κομμάτια σου. Είναι μία λέξη μίας συλλαβής πνοής που στέρησε την δική σου.
Μπορεί ο χρόνος να διαίρεσε στιγμές
μα η συμπόνοια χωράει μέσα σε μία εποχή.
Στο χειμώνα του κρύου καρφιτσωμένο σε ένα Μάη αναγέννησης.
Το ξέρω πως είχες αλλεργία σε αυτή την εποχή…μα τόσο διαφορετική από το τζάμι το δικό σου, κάπου αντίκρυ στο δικό μου.
Στη φύση μέσα από το δικό μου έδινε ζωη μα μέσα από το δικό σου μοίραζε απλόχερα θάνατο.
Σε ότι απέμεινε σε εμάς που νομίζαμε ότι ζούσαμε κρεμασμένοι σε ένα δέντρο μίας σάπιας ρίζας οργισμένων γενεών.
Και ενώ δεν άλλαζες από τον ήλιο στη βροχή, η καταιγίδα του θανάτου σου ξερίζωσε το δέντρο.
Και εμείς στυφοί καρποί που ο άνεμος μας πήρε και μας σήκωσε κάτω από το ίδιο δέντρο να μην πέσουμε σαν μήλα σάπια και σε ότι δεν ενέκρινες, ξάφνου να μοιάζουμε.
Κοίταγα το ταξίδι σου μέσα από πρόσωπα ανέκφραστα που η φυγή σου μόνο απλά τους τρόμαξε,μα δεν ορκίζομαι ότι τους σημάδεψε.
Μας άλλαξες,
και η μάσκα της αλαζονείας ξεριζώθηκε. Κόλλησε πάνω σε βλέμματα που θα έπρεπε καλύτερα να σε είχανε κοιτάξει όσο βρισκόσουν χαμηλά τους, για να μην αντικρίσεις την δυστυχία από ψηλά. Που κοιτούσαν είτε πίσω είτε ειρωνικά τους διαφορετικούς στο πλάι.
Και εκεί με χώματα στα χέρια.
Με ηθικό και το δικό σου σώμα αναμνήσεων στο χώμα
και άγρια λουλούδια που δίχως αγκάθια με τρυπήσανε.
Τραγούδησα την τελευταία σου στιγμή μέσα σε ένα στίχο…
Δυο πόρτες έχει η ζωή άνοιξα μια και μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να `ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα
Όλα είναι ένα ψέμα μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή.
Καλό ταξίδι Χρηστάκη. Σίγουρα τώρα πια θα μπορέσεις μέσα από το θάνατο, ζωή να αναπνεύσεις.
Κωνσταντίνα Δήμου